Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Διαμέρισμα 1303

της Κωνσταντίνας Παναγάκου

     Άλλη μία κρύα, άσχημη, κλασσική πλέον νύχτα στην πολυκατοικία της οδού Αλαμάνας. Τίποτα δεν έσπαγε την σιωπή. Τίποτα εκτός από  την φωνή της Ζωής. Ποια είναι η Ζωή; Ένα δεκατετράχρονο κοριτσάκι, ευγενικό, χαμογελαστό πάντα.
     Μα ας το πάρουμε από την αρχή. Όλα ξεκίνησαν με δύο νέους, ευτυχισμένους, ερωτευμένους, δίχως έγνοιες. Απερίσκεπτους  θα έλεγα. Είχαν αποφασίσει ότι ήθελαν να παντρευτούν, να κάνουν οικογένεια, στην εποχή που οι νέοι τρόμαζαν να κάνουν τέτοιες σκέψεις. Σε αυτήν την εποχή που οι άνθρωποι ζουν μέσα στην βρωμιά. Σε αυτήν την εποχή που τα μάτια των ανθρώπων είναι μαύρα από την πείνα. Σε αυτήν την εποχή που οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνοι τους, σε ένα σπασμένο παγκάκι, σε ένα σοκάκι γεμάτο αρουραίους, πεθαίνουν από την πείνα και τους τρώνε τα έρμα ζωντανά που κι αυτά ακόμα δεν βρίσκουν ούτε ψίχουλο. Σε αυτήν την εποχή που οι νέοι είναι στους δρόμους με μία εφημερίδα στο ένα χέρι και μία στοίβα αντίγραφων από τα εμπλουτισμένα βιογραφικά τους με την ελπίδα ότι θα βοηθήσουν την άρρωστη μάνα τους να ξαναπερπατήσει. Την μάνα που βλέπουν στις φωτογραφίες χαρούμενη, με ένα πλατύ χαμόγελο και δύο μάτια που άστραφταν από χαρά. Αυτή την μάνα. Την ίδια γυναίκα που τώρα είναι άρρωστη, εξαντλημένη. Τα δόντια της έχουν πέσει από την πείνα. Το φως στα μάτια, χαμένο πια. Δεν βλέπει καν. Λίγους μήνες ακόμα της έδιναν οι γιατροί, αν δεν έμπαινε για εγχείρηση σύντομα.
     Σε αυτές τις μέρες αυτοί οι δύο νέοι ρίσκαραν. Παντρεύτηκαν σε ένα μικρό εκκλησάκι. Αυτός φορούσε το ίδιο τζιν που φορούσε και την προηγούμενη μέρα. Σκισμένο και κακομπαλωμένο. Αυτή ένα άσπρο φόρεμα ίσα με το γόνατο. Βλέπεις, δεν τους ένοιαζε το μέρος. Ούτε τα ρούχα που φορούσαν. Ήταν μαζί και αυτό μετρούσε.
      Ένα χρόνο μετά ήρθε στον κόσμο η μικρή Ζωή. Σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ήταν μία ηλιόλουστη μέρα όταν η πρώτη άχνα της μικρής στόλισε το μουντό δωμάτιο του νοσοκομείου. Απέραντη η χαρά των γονιών της. Ήταν ίδια η μητέρα της. "Ο μικρός μας άγγελος", είπε ο πατέρας της. Είχε κάποιες ανησυχίες για το πώς θα ζήσουν. Όμως δεν τον ένοιαζε. Κάτι θα έβρισκε. Ήταν ευτυχισμένος, ολοκληρωμένος.
     Δεν πέρασαν πολλοί μήνες. Η μητέρα της αρρώστησε. "Δύο μήνες", δήλωσε ο γιατρός. Τι προλαβαίνει κανείς να κάνει σε δύο μήνες; Η μικρή δεν ήταν ούτε ενός χρόνου. Αυτοί οι δύο μήνες πέρασαν αργά και βασανιστικά. Ώσπου, ένα βράδυ, έβρεχε καταρρακτωδώς, όταν η μικρή έχασε τη μητέρα της. Είχε φύγει. Και δεν θα ξαναγυρνούσε.
     Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τη Ζωή. Η μικρή μεγάλωσε με βάσανα, στερήθηκε πολλά. Ήταν άριστη μαθήτρια, αν και ο πατέρας της δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο σχολείο για να ρωτήσει για την πρόοδο της κόρης του. Είχε γίνει αλκοολικός. Σωστό ρεμάλι. Η μικρή όσο μεγάλωνε έμοιαζε περισσότερο στην μητέρα της. Ήταν όμορφη, με ξανθά μακριά μαλλιά και δύο μάτια μεγάλα κατάμαυρα. Ο πατέρας της την χτύπαγε. Αλύπητα. Σταμάταγε μόνο όταν έβλεπε να τρέχει αίμα. Και η Ζωή πονούσε, φώναζε αλλά κανείς δεν αντιδρούσε. Ποιος θα έμπλεχνε με τον πατέρα της; Ήταν επικίνδυνος. Συναναστρεφόταν με πολύ κακούς ανθρώπους. Δολοφόνους, μαφιόζους, ληστές. Η μικρή είχε γίνει σκλάβα του. Υπέθετε ότι την μισούσε τόσο επειδή έμοιαζε υπερβολικά στην μητέρα της και δεν τον άφηνε να ξεχάσει. Αυτή ήταν, λοιπόν, η καθημερινότητά της.
      Έτσι κι εκείνη την νύχτα. Ο πατέρας της βρωμούσε αλκοόλ. Τα δόντια του είχαν κιτρινίσει από το ποτό. Τα μυρμήγκια και οι κατσαρίδες είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο διαμέρισμα με τον αριθμό 1303. Ήταν μεσάνυχτα όταν άρχισε να χτυπάει η πόρτα. Αυτός που ήταν έξω επέμενε να χτυπάει για αρκετή ώρα. "Ζωή πήγαινε μέσα", βρυχήθηκε ο πατέρας της. Η μικρή τον υπάκουσε. Πέρασε αρκετή ώρα όταν την σιωπή διέκοψε η φωνή του πατέρα της να παρακαλάει ή μάλλον να ικετεύει για λύπηση. Ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος κι έπειτα η εξώπορτα να κλείνει.
     Η Ζωή βγήκε από το δωμάτιο. Αντίκρισε τον πατέρα της στο πάτωμα. Γύρω του ήταν σχηματισμένη μία μεγάλη κηλίδα αίμα. Το κεφάλι του κοσμούσε μία μικρή, διακριτική τρύπα. Αυτή ευθυνόταν για το αίμα που έτρεχε από το στόμα του, ενώ τα μάτια του είχαν γυρίσει. Ήταν άσπρος σαν το πανί. Είχαν ήδη μαζευτεί τα πρώτα ποντίκια. Ο πατέρας της, αυτό το αλκοολικό ρεμάλι., αυτός που βρωμούσε αλκοόλ, με τα δόντια του κίτρινα και τα ρούχα του σχισμένα είχε πεθάνει.
     Η Ζωή φοβήθηκε. Άρχισε να φωνάζει. Κανείς δεν την άκουγε. Μάλλον την άκουγαν. Αλλά την αγνοούσαν. Ποιος θα ανακατευόταν; Έκαναν όλοι τους κουφούς. Η μικρή βγήκε έξω ξυπόλυτη με το άσπρο νυχτικό της γεμάτο αίματα. Και χάθηκε στο σκοτάδι. Χάθηκε η φωνή της. Και από τότε κανείς δεν την ξαναείδε. Ή μάλλον την είδαν. Αλλά την αγνόησαν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου