Τρίτη 13 Μαΐου 2014

O τολμών νικά


     Ο Γιάννης ήταν ένας συνηθισμένος έφηβος, δηλαδή το πρωί πήγαινε σχολείο, το μεσημέρι γερμανικά και το απόγευμα κολυμβητήριο. Εκείνη την περίοδο είχε σταματήσει τα αγγλικά, γιατί περίμενε τα αποτελέσματα των εξετάσεων.
     Πριν λίγο καιρό είχε ανακοινωθεί από την Κολυμβητική Ομοσπονδία Ελλάδος ότι οι Πανελλήνιοι αγώνες νοτίου Ελλάδος θα γινόταν από την Παρασκευή 14 μέχρι την Κυριακή 16 Φεβρουαρίου στην Αθήνα και οι εξετάσεις γερμανικών στις 15 Φεβρουάριου στο Ηράκλειο. Εκείνος δεν ήξερε τι να κάνει. Να μην λάβει μέρος στους αγώνες ή στις εξετάσεις; Ήταν όχι μόνο οργισμένος με όλες τις αποφάσεις, αλλά και απεγνωσμένος γιατί δεν ήξερε τι να κάνει. Ευτυχώς το πρόγραμμα των αγώνων ήταν λίγο-πολύ βολικό. Το καλύτερο του αγώνισμα ήταν, 50μ πρόσθιο, ήταν την Παρασκευή 14, ενώ οι εξετάσεις το Σάββατο 15. Έτσι, σκέφτηκε να πάρει μέρος και στους αγώνες και στις εξετάσεις χωρίς να τον νοιάζουν οι συνέπειες, ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα.
     Επίσης, η τάξη του στο σχολείο θα πήγαινε εκδρομή εκείνο το τριήμερο στα Χανιά και αυτό ήταν άλλο ένα θετικό, γιατί δε θα έχανε μάθημα. Το δικό του πρόγραμμα για το διήμερο ήταν να ξυπνήσει 5 η ώρα το πρωί, να πέσει στους αγώνες, να γυρίσει πίσω στον Άγιο Νικόλαο κατά τις11 το βράδυ την ίδια μέρα και την επομένη να ξανάπαει στο Ηράκλειο για να δώσει εξετάσεις γερμανικών. Το πρόγραμμα ήταν πιο κουραστικό απ’ ό,τι φαινόταν και χρονοβόρο. Τουλάχιστον θα έβλεπε και κάποιους φίλους του που είχαν ταξιδέψει κι αυτοί στην Αθήνα για αγώνες.
     Όταν έφτασε 5 το πρωί, ακούστηκε από το κινητό του το «gonna fly now» από την ταινία Rocky. Παρ’ όλο που δεν είχε ξημερώσει ακόμα, ο Γιάννης ένιωθε έτοιμος για όλα. Το ταξίδι μέχρι το αεροδρόμιο ήταν ήσυχο και σύντομο, γιατί ποιος τρελός θα οδηγούσε τέτοια ώρα! Ακόμα και το αεροδρόμιο ήταν σχεδόν άδειο. Στο αεροπλάνο, μόλις έκλεισαν οι πόρτες υπήρχαν κενές θέσεις παρ’ όλο που ο πατέρας του είχε κλείσει τα δυο τελευταία εισιτήρια. Μέσα υπήρχαν τρεις Γερμανοί μόνο που ήταν λίγο μακριά απ’ αυτόν και δεν καταλάβαινε πολλά  απ’ όσα έλεγαν. Στο τέλος κατάλαβε ότι θα έπαιρναν το αεροπλάνο για Φρανκφούρτη. Μόλις έφτασαν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» βγήκε ο ήλιος και το τοπίο φωτίστηκε ακόμα περισσότερο. Ο πατέρας του πρότεινε να πάρουν το λεωφορείο για να φτάσουν όπου διέμενε η υπόλοιπη ομάδα. Έξω από την Αθηνά, σε κάποιες περιοχές υπήρχαν και σχολεία και ο Γιάννης θυμήθηκε τους συμμαθητές του. Τι να έκαναν άραγε; Επίσης ήταν ημέρα του Άγιου Βαλεντίνου και στο δρόμο φαίνονταν πολλά αγόρια που καθυστερούσαν να πάνε σχολείο προφανώς για να κάνουν έκπληξη στις αγαπημένες τους ή να τους αγοράσουν κάτι. Οι περιοχές από τις οποίες περνούσαν ήταν γεμάτες πράσινο και θάλασσα. Ήταν κάτι που δεν το είχε ξαναδεί γιατί τα τελευταία 3 χρόνια πηγαίνει στην Αθηνά καθαρά για «επαγγελματικούς» σκοπούς.
     Μόλις έφτασαν στο ξενοδοχείο συναντήθηκαν με την υπόλοιπη ομάδα κι επειδή δεν είχαν τίποτα να κάνουν μαζεύτηκαν όλοι ε ένα δωμάτιο και λίγο μιλούσαν λίγο παρακολουθούσαν τους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στην τηλεόραση. Ευτυχώς είχε λίγη παρέα και ξέχασε το άγχος των αγώνων και των εξετάσεων. Το ξενοδοχείο, αν και μικρό, ήταν ικανοποιητικό όπως και το μεσημεριανό που έφαγαν στο κοντινότερο εστιατόριο της περιοχής. Το μεσημέρι ήταν η μόνη περίοδος της ημέρας που μπόρεσε να ξεκουραστεί αφού κοιμήθηκε για λίγο.
     Όμως μετά έφτασε η ώρα που θα πήγαιναν στο κολυμβητήριο για τους αγώνες  ήταν μικρότερο απ’ ό,τι περίμενε, αλλά αυτό δεν τον πτόησε. Τα αποδυτήρια ήταν κι αυτά μικρά και δεν χωρούσαν πολλά άτομα. Όταν μπήκε στο νερό για προθέρμανση ένιωθε βαρύς και δεν μπορούσε να κολυμπήσει αλλά μετά από λίγα λεπτά βρήκε ξανά τη φόρμα του. Όμως ακόμα δεν ήταν σίγουρος για το τι θα κάνει στους αγώνες ή μάλλον τι θα μπορέσει να κάνει.
     Πριν αρχίσουν οι αγώνες, μαζεύτηκε με την ομάδα στις κερκίδες και ήρθε ένας παλιός κολυμβητής που τώρα κολυμπά για το Παλαιό Φάληρο. Όλοι είπαν του Γιάννη πως μπορούσε να πάρει ένα μετάλλιο. Προτού φωνάξουν τις σειρές απ’ τα μεγάφωνα  είδε ένα φίλο του απ’ το Ηράκλειο που θα έπεφτε κι αυτός το ίδιο αγώνισμα. Μίλησαν λίγο, του είπε το ειδικό του πρόγραμμα και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλο καλή επιτυχία.
      Όταν ακούστηκε το όνομά του απ’ τα μεγάφωνα, άρχισε να τον κυριεύει το άγχος όπως πάντα πριν πέσει. Σκεφτόταν «αυτό είναι, ώρα να δείξω τι μπορώ να κάνω». Έλεγξε άλλη μια φορά το σκουφάκι, τα γυαλάκια και το μαγιό μήπως κάτι δεν πάει καλά. Όλα ήταν έτοιμα. Ο αφέτης σφύριξε για να ανέβουν όλοι στους βατήρες. Ο Γιάννης πήρε μια βαθιά εισπνοή και μετά εκπνοή. Από τη στιγμή που ο αφέτης είπε «λάβετε θέσεις» έως τη στιγμή που θα ακουγόταν η κόρνα για την εκκίνηση πέρασε περισσότερος χρόνος από άλλες φορές. Γιατί όλοι έπρεπε να μείνουν ακίνητοι και στο Γιάννη φάνηκε ότι πέρασαν αιωνιότητας μέχρι την εκκίνηση. Έφυγε τελευταίος από την εκκίνηση, επειδή πάντα αργούσε λίγο περισσότερο από τους άλλους. Πάλευε να κρατηθεί στην πρώτη τριάδα για να πάρει ένα μετάλλιο και μέχρι τα 40 μέτρα τα κατάφερνε πολύ καλά. Όμως μετά ένιωσε ένα πόνο στα χέρια. Αμέσως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να συνεχίσει. Τα χέρια του δεν πήγαιναν όπως στην αρχή ήταν σαν να γύριζαν μόνα τους, μηχανικά. Συνεχώς σκεφτόταν «όχι, γιατί πάλι γιατί σε μένα!». Τελικά, κατάφερε να τερματίσει αλλά ο στόχος για την τρίτη θέση είχε κάνει φτερά για μόλις 14 εκατοστά του δευτερόλεπτου! Δεν μπορούσε να το πιστέψει!
     Βγήκε έξω απ’ το νερό, είδε λίγο τους φίλους του να αγωνίζονται και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Ήθελε να κλάψει, να τα σπάσει όλα και γενικώς να κάνει ό,τι τρέλα του κατεβεί απ’ το κεφάλι. Όμως σκέφτηκε ότι ακόμα βρισκόταν στη μέση του ειδικού προγράμματος του και έπρεπε να φανεί δυνατός. Τουλάχιστον είχε τελειώσει το ένα μέρος. Στο δρόμο της επιστροφής έκαιγε μάλλον εξαιτίας της αδρεναλίνης, αλλά ένιωθε κουρασμένος. Ευτυχώς συνάντησε αυτός και ο πατέρας του ένα γείτονα τους που είχε ένα μαγαζί κάτω απ’ το σπίτι τους. Το ταξίδι της επιστροφής ήταν κι αυτό ήρεμο όμως έφτασε σπίτι κατά τις 11 το βράδυ. Τότε είχε τελειώσει οριστικά το πρώτο μέρος του προγράμματος.
     Μόλις μπήκε στο σπίτι είδε ότι η μητέρα του είχε κόψει τα δάχτυλα της και τα είχε τυλιγμένα σε επίδεσμο. Τη ρώτησε πώς κατάφερε να κάνει κάτι τέτοιο και του απάντησε ότι πήγε να καθαρίσει καρότα σε ένα καινούριο μηχάνημα. Ο ίδιος δεν είχε την ψυχική δύναμη να της συμπαρασταθεί κανονικά, καθώς δεν υπήρχαν πολλά χρονικά περιθώρια.
     Το επόμενο πρωί σηκώθηκε για να δώσει τις εξετάσεις γερμανικών. Αυτή τη φορά πήγε με την καθηγήτριά του στο Ηράκλειο. Δεν είχε περάσει μια μέρα από τότε που είχε ξαναβρεθεί. Δεν ήταν κανένας γνωστός του στο ξενοδοχείο στο οποίο θα έδινε εξετάσεις, ωστόσο έτσι θα μπορούσε να συγκεντρωθεί. Το ξενοδοχείο ήταν πολύ ωραίο εσωτερικά, πολύ περιποιημένο. Όλα τα παιδιά που βρίσκονταν εκεί μιλούσαν μεταξύ τους, διάβαζαν κόλλες με σημειώσεις τους όπως κι ο Γιάννης. Όμως ο νεαρός είχε μια παράξενη σιγουριά. Ένιωθε άνετος.
     Προτού αρχίσουν οι εξετάσεις, είχαν μαζευτεί όλοι σε μια αυλή του ξενοδοχείου, δίπλα σε μεγάλες αίθουσες και μια πισίνα. Τότε ο Γιάννης θυμήθηκε τους φίλους του στην Αθηνά και τους ευχήθηκε καλή επιτυχία. Είχε το κλασσικό άγχος πριν από οποιαδήποτε εξέταση, όμως μια επιτηρήτρια έμοιαζε με μια παλιά του καθηγήτρια από το Γυμνάσιο και τον έκανε να γελάσει. Μόλις μπήκαν μέσα σε μια μεγάλη αίθουσα κάθισαν όλοι σε διαφορετικές σειρές. Αυτός κάθισε στο προτελευταίο τραπέζι μαζί με ένα κορίτσι. Είχε πάρει μαζί του δυο μαρκαδοράκια για να γράψει στις εξετάσεις, αλλά του πρότειναν να γράψει με ένα στυλό που επιτηρητές του έδωσαν. Ο ίδιος δεν κατάλαβε το λόγο, αλλά δεν τον ένοιαζε και πολύ.
      Το πρώτο μέρος ήταν το ακουστικό. Του φάνηκε αρκετά δυσκολότερο απ’ ό,τι εκείνα που είχε κάνει στα μαθήματα, αλλά τουλάχιστον καταλάβαινε λέξεις-κλειδιά και δεν ήταν όπως το ακουστικό των αγγλικών εξετάσεων. Μετά που τελείωσαν όλοι, κανείς δε βγήκε έξω αφού 10 λεπτά αργότερα άρχισε το δεύτερο μέρος που ήταν οι εκθέσεις. Εκεί τα θέματα ήταν λίγο παράξενα αλλά ο Γιάννης ήταν σίγουρος γι’ αυτά που έγραφε. Μόλις τελείωσαν όλοι αυτό το μέρος, βγήκαν διάλειμμα. Ο Γιάννης ήταν κάπως μουδιασμένος και κουρασμένος όμως χαρούμενος γιατί είχε φτάσει σχεδόν στη μέση. Το τρίτο και τελευταίο μέρος για το πρωί ήταν η κατανόηση κειμένου. Εκεί ήταν όλα δύσκολα. Κάποια δεν έλεγαν ξεκάθαρα την απάντηση μέσα στο κείμενο, αλλά την ερώτηση και έτσι ο Γιάννης έγραψε ό,τι πίστευε ότι ήταν σωστό.       
      Το τελευταίο μέρος ξεκίνησε το απόγευμα με καθυστέρηση. Ήταν τα προφορικά. Ο Γιάννης εξαιτίας του επιθέτου του βρισκόταν στην τελευταία οκτάδα του πρώτου γκρουπ. Όλη την ώρα σκεφτόταν ότι έφταναν στο τέλος, αλλά αργούσαν πολύ. Όταν τους έδωσαν τα θέματα, είχε χρόνο λιγότερο από 10 λεπτά να κάνει σημειώσεις για ένα  υποτιθέμενο πρότζεκτ για τη φύση και τη συνεννόηση νέων με ηλικιωμένους. Όταν τελείωσαν οι σημειώσεις υπήρξε πάλι αναμονή, γιατί αργούσε να τελειώσει το ζευγάρι πριν απ’ το δικό του. Ο Γιάννης είχε ως συνεργάτη ένα κορίτσι που ήταν μισή Ελληνίδα, μισή Αυστριακή και του φάνηκε ότι δε θα πάει τόσο καλά το προφορικό. Οι δυο τους ήταν το τελευταίο ζευγάρι που μπήκαν για να αρχίσουν τις εξετάσεις. Οι δυο εξεταστές, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ήταν πολύ ευγενικοί μαζί τους. Ο Γιάννης δεν αγχωνόταν πια, μίλησε ελεύθερα σαν ένας Γερμανός που απλώς είχε το εξωτερικό ελληνικό στοιχείο. Παρά τη δυσκολία των θεμάτων μίλησε άψογα Γερμανικά καλύτερα ακόμα και απ’ το κορίτσι!
     Όταν βγήκε απ’ το δωμάτιο εκείνο ήταν χαρούμενος τόσο που ένιωθε ότι πετάει στα σύννεφα και ήταν ο καλύτερος Έλληνας στα γερμανικά όχι επειδή είχε τελειώσει, αλλά γιατί μίλησε υπέροχα. Αργότερα, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε τελειώσει ήταν ακόμα πιο χαρούμενος. Μπορούσε μόνο να περιμένει τα αποτελέσματα.
     Την ημέρα που ήταν να επιστρέψει στο σχολείο αρρώστησε μάλλον από την υπερκόπωση και την υπερπροσπάθεια. Είχε υψηλό πυρετό και γύρισε στο σχολείο μια βδομάδα αργότερα για να γράψει τα διαγωνίσματα που είχαν απομείνει και να τελειώσει το τρίμηνο. Ευτυχώς πέρασαν κι αυτά και πέρασε το πτυχίο με 80% συνολικό βαθμό. Δεν μπορούσε να πιστέψει το αποτέλεσμα!
     Η γενναία του απόφαση να κάνει αυτή την παράτολμη πράξη, δηλαδή να λάβει μέρος και σε αγώνες και σε εξετάσεις, αποδείχθηκε ιδιαιτέρως καλή και γεμάτη σε εμπειρίες. Απ’ τη μια υπήρξε στα μάτια του η απόλυτη καταστροφή και απ’ την άλλη η ευτυχία. Ενώ φαίνεται ότι τέτοια διλήμματα αρχικά σε «σκοτώνουν» εντούτοις μπορούν και να σε δικαιώσουν! 

Γιάννης Τσαμπανάκης